θορυβούμαι

θορυβούμαι
θορυβούμαι, θορυβήθηκα, θορυβημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θορυβοῦμαι — θορυβέω make a noise pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • ανασείω — (Α ἀνασείω) 1. κινώ προς τα επάνω, ταράζω, τραντάζω 2. επισείω, απειλώ 3. διεγείρω, ερεθίζω 4. μεσ. αναπηδώ, δονούμαι 5. παθ. ταράζομαι, θορυβούμαι …   Dictionary of Greek

  • ενθροώ — ἐνθροῶ, έω (Μ) [θροῶ] 1. θροώ, θορυβώ 2. παθ. ταράσσομαι, θορυβούμαι («τοῡ τε βασιλέως ἐνθροηθέντος», Ιωσ. Γενέσ.) …   Dictionary of Greek

  • θορυβάζομαι — (Α) [θόρυβος] θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ πολλά», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • μυριοθορυβούμαι — μυριοθορυβοῦμαι, έομαι (Μ) ταράζομαι, αναστατώνομαι πάρα πολύ, τρομάζω υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + θορυβοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • υπερθορυβώ — Ν 1. προκαλώ μεγάλο θόρυβο 2. παθ. υπερθορυβούμαι μτφ. θορυβούμαι σε μέγιστο βαθμό, καταθορυβούμαι …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”